ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
κατασφηνούμαι — κατασφηνοῡμαι, όομαι (Α) προσδένομαι στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηνοῦμαι «στερεώνομαι με σφήνες»] … Dictionary of Greek
μεθάπτομαι — (Α) προσδένομαι, προσαρμόζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἅπτομαι] … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
προσαγκυλούμαι — όομαι, Α προσδένομαι επί πλέον με ιμάντες, στερεώνομαι επιπροσθέτως με λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγκύλη] … Dictionary of Greek
προσδένω — Ν 1. δένω κάτι με κάτι άλλο 2. παθ. προσδένομαι μτφ. γίνομαι υποχείριος κάποιου, υποτάσσομαι σε κάποιον, ακολουθώ δουλικά κάποιον … Dictionary of Greek