προσδένομαι

προσδένομαι
προσδένομαι, προσδέθηκα, προσ(δε)δεμένος βλ. πίν. 2
——————
Σημειώσεις:
προσδένομαι : ο τύπος της προστακτικής αορίστου προσδεθείτε χρησιμοποιείται στις αεροπορικές πτήσεις ως παράγγελμα για να κουμπώσουν οι επιβάτες τη ζώνη τους.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • κατασφηνούμαι — κατασφηνοῡμαι, όομαι (Α) προσδένομαι στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηνοῦμαι «στερεώνομαι με σφήνες»] …   Dictionary of Greek

  • μεθάπτομαι — (Α) προσδένομαι, προσαρμόζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἅπτομαι] …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσαγκυλούμαι — όομαι, Α προσδένομαι επί πλέον με ιμάντες, στερεώνομαι επιπροσθέτως με λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγκύλη] …   Dictionary of Greek

  • προσδένω — Ν 1. δένω κάτι με κάτι άλλο 2. παθ. προσδένομαι μτφ. γίνομαι υποχείριος κάποιου, υποτάσσομαι σε κάποιον, ακολουθώ δουλικά κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”